- πορθμοφυλακία
- πορθμοφῠλᾰκία, ἡ,A custody of a ferry, PRyl.185.6, al.(ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πορθμοφυλακία — ἡ, Α η φρουρά τού πορθμείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορθμός + φυλακία μέσω αμάρτυρου *πορθμοφύλαξ] … Dictionary of Greek